- χορδοτόνος
- -ο / χορδοτόνος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που τεντώνει τις χορδές2. το ουδ. ως ουσ. το χορδοτόνο(ν)όργανο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κλειδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τόνος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. χειρο-τόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στο επίθ. ενεργ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.